- θεόδμητος
- ος , ον сооружённый в честь богов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεόδμητος — god built masc nom sg θεόδμητος god built masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόδμητος — και θεοδόμητος, η, ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, ον, θηλ. και θεοδμάτα) ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.) νεοελλ. (για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεού αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θεοδμήτως — θεόδμητος god built adverbial θεόδμητος god built masc acc pl (doric) θεόδμητος god built adverbial θεόδμητος god built masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόδμητον — θεόδμητος god built masc acc sg θεόδμητος god built neut nom/voc/acc sg θεόδμητος god built masc/fem acc sg θεόδμητος god built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδμήτων — θεόδμητος god built fem gen pl θεόδμητος god built masc/neut gen pl θεόδμητος god built masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδμήτοιο — θεόδμητος god built masc/neut gen sg (epic) θεόδμητος god built masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδμήτοισι — θεόδμητος god built masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) θεόδμητος god built masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδμήτου — θεόδμητος god built masc/neut gen sg θεόδμητος god built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδμήτους — θεόδμητος god built masc acc pl θεόδμητος god built masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδμήτῳ — θεόδμητος god built masc/neut dat sg θεόδμητος god built masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόδμητα — θεόδμητος god built neut nom/voc/acc pl θεόδμητος god built neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)